Για μένανε γέρασες, μανούλα μου,
μπουκιά μπουκιά μ’ ανάθρεψες
κι όλα τα λησμόνησα, αχ! και σε περιφρόνησα,
κι όλα τα λησμόνησα, αχ! και σε περιφρόνησα.
Για μια γυναίκα σου `κλεισα την πόρτα
σου είπα λόγια, μάνα μου, πικρά
κι όταν μ’ άφησε κι εκείνη, ήρθες όπως πρώτα
και μου έδωσες αγάπη και παρηγοριά.
Αχάριστα σου φέρθηκα, μανούλα μου
για μια καρδιά π’ αγάπησα,
μάνα μου πώς μπόρεσες αχ! και μου το συγχώρεσες,
μάνα μου πώς μπόρεσες αχ! και μου το συγχώρεσες.
Για μια γυναίκα σου `κλεισα την πόρτα
σου είπα λόγια, μάνα μου, πικρά
κι όταν μ’ άφησε κι εκείνη, ήρθες όπως πρώτα
και μου έδωσες αγάπη και παρηγοριά.
Απόψε κέρνα με το πιο γλυκό κρασί
γλυκά στα μάτια, σαν και πρώτα κοίταξέ με
Ξέρω, σε πίκρανα, πολύ μες στην ζωή
μα τελευταία πια φορά, συγχώρεσε με.
Γέμισε μίσος η χρυσή μου η καρδιά
κι η στεναχώρια μου το στήθος μου ματώνει
είναι φριχτό να μένεις μόνος στην ζωή
και να μισείς, εκείνους που δεν είναι μόνοι
Μείνε κοντά μου, για χατήρι στο ζητώ
άλλη γυναίκα δεν αγάπησα ποτέ μου
κι από τα χείλη σου που τόσο λαχταρώ
το τελευταίο μας τραγούδι ξανά πες μου.